- αγροτεμάχιο
- arazi parçası
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
άρδευση — Η τεχνητή προσαγωγή νερού στις καλλιέργειες, απαραίτητη για την ανάπτυξη των φυτών, ώστε να συμπληρωθεί το έλλειμμα που προέρχεται από την ανεπάρκεια των ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων. Για την ά. χρησιμοποιούνται νερά που προέρχονται από πηγές,… … Dictionary of Greek
γήπεδο — το (Α γήπεδον και γεώπεδον*) τμήμα γης, αγροτεμάχιο νεοελλ. οικόπεδο και (κυρίως) έκταση ειδικά διευθετημένη και διαρρυθμισμένη για αθλητικές ασκήσεις ή παιδιές (γήπεδο ποδοσφαίρου) ||αρχ. κήπος μέσα σε αστική περιοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < γη + πεδον… … Dictionary of Greek
πρόσθημα — το, ΝΑ, και πρόσθεμα Α [προστίθημι] ό,τι προστίθεται σε κάτι άλλο, προσθήκη νεοελλ. 1. (οικον.) φύλλο που προστίθεται σε συναλλαγματικές, γραμμάτια, επιταγές και άλλους τίτλους, όταν το αρχικό φύλλο δεν επαρκεί για τις οπισθογραφήσεις 2. γραμμ.… … Dictionary of Greek
παραγοντική ανάλυση — Ο όρος χρησιμοποιείται στη στατιστική και χαρακτηρίζει τις στατιστικές και πιθανοθεωρητικές μεθόδους για την εκτίμηση των αποτελεσμάτων που επιφέρουν ένας ή περισσότεροι παράγοντες σε ένα πείραμα. Μια τέτοια περίπτωση είναι, για παράδειγμα,… … Dictionary of Greek